παράνομος

παράνομος
-η, -ο / παράνομος, -ον, ΝΜΑ
1. (για ενέργειες, καταστάσεις και πράγματα) αυτός που γίνεται, συμβαίνει ή υπάρχει κατά παράβαση τών νόμων, που δεν είναι σύμφωνος με τους νόμους και τους κανόνες δικαίου και βρίσκεται σε αντίθεση με τα καθιερωμένα ήθη και έθιμα, έκνομος, άνομος, αθέμιτος
2. (για πρόσ.) αυτός που ενεργεί αντίθετα με τους νόμους, παραβιάζοντας το δίκαιο, άδικος
3. φρ. α) «παράνομη κατακράτηση»
(ποιν. δίκ.) η εκ προθέσεως αυθαίρετη αποστέρηση τής ελευθερίας κινήσεως ενός φυσικού προσώπου, έγκλημα κατά τής προσωπικής ελευθερίας, που τιμωρείται με φυλάκιση
β) «παρανόμων γραφή»
(αττ. δίκ.) μήνυση που κατά το αθηναϊκό δίκαιο υποβαλλόταν εναντίον όσων πρότειναν παράνομο, δηλ. αντίθετο με το κατεστημένο πολίτευμα, ψήφισμα ή νόμο
νεοελλ.
άτομο που αναπτύσσει πολιτική ή κοινωνική δραστηριότητα στο περιθώριο τού νόμου, μυστικά, είτε γιατί διώκεται είτε για να αποφύγει τις συνέπειες νόμου, τον οποίο θεωρεί άδικο
αρχ.
1. (για πρόσ.) φαύλος, αχρείος, μιαρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παράνομον
η παραβίαση τών νόμων, παρανομία
3. φρ. α) «παράνομα γράφειν, εἰπεῑν»
(νομ.) το να προτείνει κάποιος κάτι αντίθετο με τους ήδη υπάρχοντες νόμους
β) «παρανόμων γράψασθαί τίνα» — καταγγελία εναντίον ατόμου που εισήγαγε παράνομες προτάσεις
γ) «παρανόμων φεύγειν» — το να διώκεται κάποιος επειδή πρότεινε παράνομα πράγματα
δ) «παρανόμων ἁλῶναι» — το να καταδικάζεται κάποιος επειδή πρότεινε παράνομα πράγματα.
επίρρ...
παρανόμως ΝΜΑ και παράνομα Ν
με παράνομο τρόπο, αντίθετα με τις διατάξεις τών νόμων
αρχ.
σε αντίθεση με τους νόμους τής φύσης («τὴν ἐκ μὴ ὄντος παρανόμως ἐπεισάγουσα γένεσιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -νομος (< νόμος < νέμω), πρβλ. κατά-νομος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παράνομος — lawless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράνομος — η, ο αυτός που είναι έξω από το νόμο ή ενεργεί κατά παράβαση, αντίθετα προς το νόμο, ο άδικος: Οι πειρατικοί ραδιοσταθμοί είναι παράνομοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρανομώτερον — παράνομος lawless masc acc comp sg παράνομος lawless neut nom/voc/acc comp sg παράνομος lawless adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομωτάτων — παράνομος lawless fem gen superl pl παράνομος lawless masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομώτατα — παράνομος lawless adverbial superl παράνομος lawless neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομώτατον — παράνομος lawless masc acc superl sg παράνομος lawless neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανόμω — παράνομος lawless masc/fem/neut nom/voc/acc dual παράνομος lawless masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανόμως — παράνομος lawless adverbial παράνομος lawless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράνομον — παράνομος lawless masc/fem acc sg παράνομος lawless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανομωτάτην — παράνομος lawless fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”